- καλοπτέρυξ
- (Calopteryx). Γένος οδοντόγναθων εντόμων της οικογένειας των αγριονιδών, της τάξης των ζυγοπτέρων. Έχουν μακρύ και κυλινδρικό σώμα, λεπτά και μακριά πόδια με αγκάθια και φτερούγες ανεπτυγμένες, το χρώμα των οποίων ποικίλλει ανάλογα με το είδος και το φύλο. Το κεφάλι τους είναι σχετικά πλατύ και τα μάτια τους βρίσκονται πάνω σε μικρούς μίσχους. Είναι αρκετά συνηθισμένα έντομα στην Ευρώπη, στην Ασία, στη βόρεια Αφρική και στην Αμερική και πετούν κοντά ή επάνω από τρεχούμενα νερά. Γεννούν τα αβγά τους μέσα ή κοντά στο νερό ή τα αφήνουν στους ιστούς των φυτών που βρίσκονται πάνω από την επιφάνεια του νερού. Τα είδη κ. ο στικτός, κ. ο λαμπρός και κ. η αιμορροϊδική είναι τα πιο συνηθισμένα, όλα τους ωραία και ευκίνητα με διάφορα χρώματα στα φτερά ανάλογα με το φύλο. Ο κ. ο παρθένος που ζει στην Ευρώπη φτάνει σε μήκος τα 7 εκ. Το αρσενικό είναι γαλαζοπράσινο με διάφανες φτερούγες που στολίζονται με πρασινωπές και γαλάζιες ρίγες, ενώ το θηλυκό έχει γλυκό χαλκοπράσινο χρώμα και καφέ φτερούγες.
Το οδοντόγναθο έντομο, γνωστό με την επιστημονική ονομασία καλοπτέρυξ, ανήκει στην οικογένεια των αγριονιδών.
Dictionary of Greek. 2013.